- καυλέρπη
- (Caulerpa). Γένος χλωροφυκών, στο οποίο ανήκουν περισσότερα από 70 είδη των τροπικών θαλασσών, από τα οποία ελάχιστα συναντώνται στη Μεσόγειο θάλασσα. Γενικά εμφανίζονται σε αμμώδεις ή λασπώδεις πυθμένες των ρηχών νερών. Ο θαλλός τους είναι μεγέθους λίγων εκατοστών και πράσινου χρώματος. Η κ. έχει εξωτερική μορφή ανώτερου φυτού με ρίζα, βλαστό και φύλλα, χωρίς όμως να διαθέτει και τη φυσική του σύνθεση. Ορισμένα είδη έχουν φτερωτή μορφή, όπως η Caulerpa taxifolia. Στις ελληνικές θάλασσες συναντάται η ποικιλία κ., που είναι γνωστή με τον χαρακτηρισμό παραβλαστική.
Φύκια του είδους καυλέρπη, που διακρίνονται για το έντονο πράσινο χρώμα τους.
Dictionary of Greek. 2013.